- ἀνἐπαύσαντο
- ἀνεπαύσαντο , ἀναπαύωmake to ceaseaor ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνεπαύσαντο — ἀναπαύω make to cease aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκοπος — η, ο (Α κατάκοπος, ον) αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ) αρχ. κοπιαστικός, επαχθής. επίρρ... κατάκοπα κουρασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»] … Dictionary of Greek